καθαρεύουσα

καθαρεύουσα
η кафаревуса (официальный стиль современного греческого языка)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθαρεύουσα" в других словарях:

  • καθαρεύουσα — η γλωσσικό νεοελληνικό ιδίωμα που διαπλάστηκε από τους λόγιους ως γραπτή γλώσσα με τύπους και λέξεις που δε διαφέρουν και πολύ από τους αντίστοιχους της αρχαίας γλώσσας: Αυτός γράφει στην καθαρεύουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • καθαρεύουσα — καθαρεύω to be clean pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρευούσας — καθαρευούσᾱς , καθαρεύω to be clean pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) καθαρευούσᾱς , καθαρεύω to be clean pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en  Grecia (11 millones)  Chipre …   Wikipedia Español

  • Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: I–L — v · d · …   Wikipedia

  • Names of European cities in different languages: U–Z — v · d · …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Греки — У этого термина существуют и другие значения, см. Греки (значения). У этого термина существуют и другие значения, см. Грек (значения). эллины Έλληνες …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»